- εναντιώνομαι
- και εναντιούμαι (-όομαι) (AM ἐναντιοῡμαι, Μ και ἐναντιῶ και ἐναντιώνω)αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι («ὡς οὐδενός ἐναντιουμένου», Αριστοφ.)μσν.Ι. ενεργ. ἐναντιῶ και ἐναντιώνω1. είμαι αντίθετος2. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι3. αποκρούω, αντιστέκομαιΙΙ. μέσ. α) (μτβ.) αμφισβητώπαραβαίνω(για εχθρό) απωθώ, αποκρούωβ) (αμτβ.)1. φέρνω αντιρρήσεις, αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι2. αντιστέκομαι3. διαμαρτύρομαι, αγανακτώαρχ.1. έχω αντίθετη ή διαφορετική γνώμη, αντιλέγω2. είμαι δυσμενής, στρέφομαι εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.