εναντιώνομαι

εναντιώνομαι
και εναντιούμαι (-όομαι) (AM ἐναντιοῡμαι, Μ και ἐναντιῶ και ἐναντιώνω)
αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι («ὡς οὐδενός ἐναντιουμένου», Αριστοφ.)
μσν.
Ι. ενεργ. ἐναντιῶ και ἐναντιώνω
1. είμαι αντίθετος
2. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι
3. αποκρούω, αντιστέκομαι
ΙΙ. μέσ. α) (μτβ.) αμφισβητώ
παραβαίνω
(για εχθρό) απωθώ, αποκρούω
β) (αμτβ.)
1. φέρνω αντιρρήσεις, αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι
2. αντιστέκομαι
3. διαμαρτύρομαι, αγανακτώ
αρχ.
1. έχω αντίθετη ή διαφορετική γνώμη, αντιλέγω
2. είμαι δυσμενής, στρέφομαι εναντίον κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εναντιώνομαι — εναντιώνομαι, εναντιώθηκα βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εναντιώνομαι — εναντιώθηκα, εναντιωμένος, είμαι αντίθετος με κάτι ή κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντράρω — εναντιώνομαι, πηγαίνω κόντρα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα + κατάλ. άρω (πρβλ. αριβ άρω, σωφ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • αντιπολιτεύομαι — (Α ἀντιπολιτεύομαι) 1. είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι στην πολιτική εκείνου που βρίσκεται στην εξουσία 2. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι η αντίθετη πολιτική μερίδα, αυτοί που ανήκουν στα εκτός της κυβέρνησης… …   Dictionary of Greek

  • αντιτίθημι — ἀντιτίθημι (AM) (νεοελλ. μόνο το μέσο: αντιτίθεμαι) νεοελλ. ( εμαι) 1. είμαι αντίθετος, εναντιώνομαι σε κάτι 2. έχω αντίθετη φορά, κινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχ. μσν. ( μι) 1. αντιτάσσω, τοποθετώ κάτι ως εμπόδιο σε κάποιον 2.… …   Dictionary of Greek

  • ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …   Dictionary of Greek

  • άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • ανθέλκω — ἀνθέλκω (Α) 1. έλκω σύρω, τραβώ κάτι αντίθετα 2. τραβώ προς το μέρος μου 3. μτφ. εναντιώνομαι, αντιδρώ, προβάλλω αντίσταση …   Dictionary of Greek

  • ανθίσταμαι — (AM ἀνθίσταμαι, αρχ. κ. ενεργ. ανθίστημι) 1. προβάλλω άμυνα, αντιστέκομαι, εναντιώνομαι, παίρνω θέση μάχης εναντίον κάποιου 2. εξακολουθώ να προβάλλω αντίσταση, βαστώ αρχ. ενεργ. 1. τοποθετώ, στήνω κάτι απέναντι σε κάτι άλλο 2. παραλληλίζω,… …   Dictionary of Greek

  • αντεπεμβαίνω — ἀντεπεμβαίνω (Μ) εναντιώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”